- ευπλοώ
- εὐπλοῶ, -έω (Α) [εύπλους]1. έχω ωραίον πλου, πλέω καλά, με επιτυχία2. (η προστ. ως ευχή) εὐπλοείτεκαλό ταξίδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπλοῶ — εὐπλοέω have a good voyage pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐπλοέω have a good voyage pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπλόῳ — εὔπλοος good for sailing masc/fem/neut dat sg εὔπλους good for sailing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπλόησις — εὐπλόησις, ἡ (Μ) [ευπλοώ] ο καλός πλους, το καλό και γρήγορο ταξίδι, η εύπλοια … Dictionary of Greek
ευφορώ — εὐφορῶ, έω (Α) [εύφορος] 1. είμαι ή γίνομαι εύφορος, γόνιμος («ἀνθρώπου τινός πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα», ΚΔ) 2. (για πλοίο) ευπλοώ, είμαι καλοτάξιδος, κάνω καλό ταξίδι («εἴ τις ὁλκάδα τριάρμενον... εὐφοροῡσαν τε καὶ ἀκροκυματοῡσαν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek